- γαλακτοαραιόμετρο
- τοεργαστηριακό όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τού ειδικού βάρους τού γάλακτος και την εκτίμηση τής περιεκτικότητας σε λιπαρά συστατικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… … Dictionary of Greek
γαλακτομέτρηση — και γαλακτομετρία, η η μέτρηση τής πυκνότητας τού γάλακτος με γαλακτοαραιόμετρο … Dictionary of Greek
γαλακτοπυκνόμετρο — το γαλακτοαραιόμετρο* … Dictionary of Greek
γαλακτόμετρο — το το γαλακτοαραιόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + μέτρο πρβλ. αγγλ. galactometer (< γάλα, κτος + μέτρον), lactometer (νόθο σύνθ. < λατ. lac, lactis + μέτρον). Η λ. γαλακτόμετρον μαρτυρείται από το 1848 στον Ξαβέριο Λάνδερερ] … Dictionary of Greek